- ἀνύπους
- ἀνύπους, ὁ, ἡ, only in Hsch. ἀνύποδας· ταχύποδας, ἀπὸ τοῦ τοῖς ποσὶν ἀνύειν, prob. due to a misreading of S.Aj.837 Επινῦς τανύποδας.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνύποδας — ἀνύπους masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek